- δίφρον
- δίφρον, το (AM)βλ. δίφρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίφρον — δίφρος chariot board masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALATI — Dracones, apud Poetas passim occurrunt. Lucan. l. 9. v. 729. ducitis altum Aera cum pennis Hinc currum Cereris alatis draconibus vehi finxêre: Orpheus in Hymno Cereris, Α῞ρμα δρακοντέιοσιν ὑπόζεύξασα χαλινοῖς, Currui (volucrium) draconum Frena… … Hofmann J. Lexicon universale
CURULIS Magistratus — apud Romanos, dictus est, cui ius erat Sellae Curulis, ut Dictor, Consul, Censor, Praetor, Aedilis Curulis. His orti Nobiles dicebantur, ob imagines Maiorum, qui Magistratus Curules gesserant: quemadmodum ii Noti appellati sunt, quorum non… … Hofmann J. Lexicon universale
TEBENNUS — Graece Τήβεννος, Togae genus, cui nomen ab Arcade Tebenno, qui primus eam chlamidem induit, cum Ionium sinum ingressus esset, et ab illius loci incolis susceptus; a quo edocti indigenae eôdem modô se vestierunt, et vestem Tebenniam vocârunt, quae … Hofmann J. Lexicon universale
βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… … Dictionary of Greek
δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κλέμμιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίφρον ἀνακλιτόν» … Dictionary of Greek
σύνδιφρα — τὰ, Α διπλός δίφρος, διπλό κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δίφρος/δίφρον] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek